- γάσα
- η мор. петля (на конце верёвки, каната)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
σιγάσας — σῑγά̱σᾱς , σιγάω keep silence pres part act fem acc pl (doric) σῑγά̱σᾱς , σιγάω keep silence pres part act fem gen sg (doric) σῑγά̱σᾱς , σιγάω keep silence aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) σῑγά̱σᾱς , σιγάζω bid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)